- προβλῆτες
- προβλήςthrown forwardmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
ελεφαντίνη — Νησίδα στον Νείλο, στην Άνω Αίγυπτο, απέναντι από την αρχαία Συήνη (σημερινό Ασουάν). Το νησί ήταν ονομαστό κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 6ης και της 11ης φαραωνικής δυναστείας, αλλά στην περίοδο της ελληνικής και της ρωμαϊκής κυριαρχίας γνώρισε… … Dictionary of Greek
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek
μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… … Dictionary of Greek
νεωδόχος — η ειδικός χώρος σε λιμάνι με προβλήτες και άλλες εγκαταστάσεις για την ευκολότερη φόρτωση και εκφόρτωση τών πλοίων, αλλ. νηοδόχος, νηοδόκη, κν. ντοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + δόχος (< δέχομαι)] … Dictionary of Greek
ντοκ — το, και ντόκος, ο το τμήμα εμπορικού λιμανιού που βρίσκεται ανάμεσα στο κεντρικό κρηπίδωμα και στις προβλήτες που αρχίζουν από αυτό και χρησιμοποιείται για τη φόρτωση και την εκφόρτωση τών πλοίων, η νηοδόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dock πιθ. < ολλ … Dictionary of Greek
παράβλημα — Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα … Dictionary of Greek
προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek